- ποδήλατος
- -η, -ο, Ναυτός που κινείται με τη δύναμη τών ποδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. κωπ-ήλατος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδήλατος — η, ο καθετί που κινείται με τη μυϊκή δύναμη των ποδιών: Ποδήλατη μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυρεψός — ο (ΑΜ μυρεψός, Μ και μυροψίος και μυροψός) αυτός που παρασκευάζει μύρα, ο μυροποιός («τοὺς δὲ βαφεῑς και μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα», Πλούτ.) μσν. μυροπώλης, αυτός που πουλάει αρωματικά είδη και φαρμακευτικά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον +… … Dictionary of Greek
ποδολάτι — το, και ποδόλατος, ο, Ν το ποδοβολητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατος (< πους + ελαύνω)] … Dictionary of Greek